- ὑποψιθύρισμα
- ὑποψῐθῠρ-ισμα, ατος, τό,A whispering, Anon.Prog. in Rh.1.640 W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποψιθύρισμα — ίσματος, τὸ, Α [ὑποψιθυρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑποψιθυρίζω* … Dictionary of Greek
ὑποψιθυρίσμασιν — ὑποψιθύρισμα whispering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)